|
Από την πρώτη
στιγμή που εμφανίστηκε ο άνθρωπος πάνω στη γη άρχισε να
δέχεται στην καθημερινή του ζωή τις επιδράσεις των καιρικών
φαινομένων. Μια ισχυρή καταιγίδα μπορούσε να προκαλέσει
πλημμύρα, να καταστρέψει τη σοδειά ή να πνίξει ανθρώπους. Γι’
αυτό και οι πρώτοι θεοί που λάτρεψε ήταν θεοί που μπορούσαν να
ελέγχουν τα βίαια καιρικά φαινόμενα. Κατά την αρχαιότητα οι
διάφοροι λαοί απέδιδαν τη δημιουργία των
ατμοσφαιρικών-καιρικών φαινομένων στους θεούς. Η Ελληνική
μυθολογία αποτελεί τον αδιάψευστο μάρτυρα σύμφωνα με τον οποίο
στον Ελληνικό χώρο η δημιουργία τέτοιων φαινομένων αποδίδονταν
στους θεούς, με κορυφαίο φυσικά το θεό Δια (Ζευς).
Αξιοσημείωτες από την αρχαία Ελληνική μυθολογία είναι οι
εκφράσεις “Σημεία των Καιρών” και οι “Αλκυονίδες ημέρες”
“Σημεία των καιρών”
Η αρχή της φράσης αυτής όσο και η σημασία της βρίσκεται
στις αρχαιότητες ‘διοσημίες’ (ή ‘διοσημείας’=Σημεία του Διός),
δηλαδή φυσικά φαινόμενα που προκαλούσε ο Δίας.
“Αλκυονίδες ημέρες”
Οι αίθριες ημέρες στα μέσα του χειμώνα καλούνται
‘Αλκυονίδες’, από το όνομα της ‘Αλκυόνης’ κόρης του Αίολου που
κυβερνούσε τους ανέμους.
Σύμφωνα με
το μύθο, κάποια φορά επειδή η Αλκυόνη έπεσε σε σφάλμα, ο Δίας
την τιμώρησε μεταμορφώνοντάς την σε πουλί, την "Αλκυώνα", και
την καταδίκασε να γεννά τα αυγά της το χειμώνα αντί την
άνοιξη. Επειδή όμως άφηνε τα αυγά της στους βράχους που
βρίσκονταν κοντά στην θάλασσα, ή σε όχθες ποταμών και ο
χειμωνιάτικος αέρας τα παρέσυρε στα κύματα παρακάλεσε τον Δία
να την συγχωρέσει. Αυτός τη λυπήθηκε, και διέταξε τότε τον
Αίολο να σταματάει για 14 ημέρες περίπου την πνοή των δυνατών
ανέμων και να διατηρεί καλοκαιρία κατά το χρονικό αυτό
διάστημα. (Αριστοφάνης,
"όρνιθες" στ.1594/ "Περί Αλκυονίδων").
Έτσι οι αρχαίοι Έλληνες εξηγούσαν την ύπαρξη αυτών των ημερών
του "καλού /αίθριου καιρού" μέσα στον χειμώνα, τις οποίες ο
Αριστοτέλης χαρακτήριζε και ως ημέρες "ευδίας".
Οι "Αλκυονίδες ημέρες" τοποθετούνται στο χρονικό διάστημα από
την 15η Δεκ. έως και την 15η Φεβρουαρίου εκάστου έτους, με
μεγαλύτερη συχνότητα το διάστημα 15-31 Δεκεμβρίου και 16-31
Ιανουαρίου.
Αρχές Μετεωρολογίας
"Οι Έλληνες απάλλαξαν τις
Φυσικές Επιστήμες από το μυστήριο και τη μαγεία και καθιέρωσαν
την λογικοκεντρική επιστήμη της φύσεως όπως την εννοούμε
σήμερα".
BERTHELOT
Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι,
οι οποίοι στην έννοια της φιλοσοφίας περιελάμβαναν το σύνολο
των ανθρώπινων γνώσεων, προχώρησαν σε μια λεπτομερέστερη
θεώρηση των ατμοσφαιρικών - μετεωρολογικών φαινομένων.
Μελετώντας αυτά χωρίς θρησκευτικές προκαταλήψεις και
μαγγανείες, άρχισαν με την πάροδο του χρόνου να αποδίδουν τη
γένεση αυτών σε φυσικά αίτια, ερχόμενοι έτσι σε απευθείας
αντίθεση με τη λαϊκή και θρησκευτική παράδοση.
Η διαφορά αυτή των αντιλήψεων μεταξύ λαού και φιλοσόφων,
εμφανίζεται παραστατικά στην κωμωδία του Αριστοφάνους
"Νεφέλες", στο διάλογο μεταξύ Στρειψιάδου και Σωκράτους.
Ο Στρειψιάδης απηχεί τις λαϊκές δοξασίες, σύμφωνα με τις
οποίες ο Ζευς προκαλεί τη βροχή, ο δε Σωκράτης, θερμός
υποστηρικτής των φιλοσόφων, λέει στον Στρειψιάδη ότι η βροχή
προκαλείται από τις νεφέλες (νέφη), και προσθέτει
χαρακτηριστικά : "Είδες ποτέ βροχήν χωρίς νεφέλας;"
Σταδιακά και από τους χρόνους του διάσημου αστρονόμου
Μέτωνος (5ος π.Χ. αιών), άρχισε να φαίνεται μία σοβαρή τάση
για εκτέλεση συστηματικών μετεωρολογικών παρατηρήσεων, οι
οποίες αποτέλεσαν ασφαλείς πληροφορίες για εξαγωγή
συμπερασμάτων σχετικά με τις κατά την εποχή εκείνη κλιματικές
συνθήκες στην Ελλάδα.
Τις παρατηρήσεις τους αυτές οι Αρχαίοι φιλόσοφοι τις
εκτελούσαν, σύμφωνα με την μαρτυρία του Θεόφραστου και άλλων ,
σε διάφορες περιοχές της χώρας και σε ψηλά κατά προτίμηση
σημεία έξω από τις πόλεις, καλούμενα παρατηρητήρια.
Τα κυριότερα μετεωρολογικά παρατηρητήρια ήσαν αυτό του όρους
Λεπέτυμνον στην Μήθυμνα και αυτό του όρους Ίδη στην Τρωάδα,
για τα οποία αναφέρει σχετικά ο Θεόφραστος.
Αντικειμενικός σκοπός των παρατηρήσεων, ήταν η σύνταξη των
παραπηγμάτων. Το παράπηγμα ήταν ένα είδος αστρονομικού
ημερολογίου χαραγμένου σε πέτρινες, ή ξύλινες πινακίδες που
σημειώνονταν αστρονομικά και μετεωρολογικά φαινόμενα για όλες
τις ημέρες του μήνα.
Μεταξύ αυτών οι οποίοι συνέταξαν τέτοιου είδους ημερολόγια
ήσαν, εκτός του Μέτωνος, ο Δημόκριτος, ο Κόνων (στην Σάμο), ο
Μητρόδωρος (στην Σικελία) και ο Εύδοξος ο Κνίδιος.
Αποσπάσματα παραπηγμάτων διεσώθησαν από τον Γέμινο στο σχετικό
του σύγγραμμα Εισαγωγή στα Φαινόμενα όπου αναφέρει
χαρακτηριστικά ότι οι προγνώσεις του καιρού δεν είναι
αβάσιμες, αλλά ακριβή κλιματολογικά συμπεράσματα προερχόμενα
από συστηματικές και πολυετείς μετεωρολογικές παρατηρήσεις
εκτελούμενες από ειδικούς παρατηρητές.
Η σημαντική για την μετεωρολογία περίοδος, αρχίζει με τον
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (384-322 π.Χ.). Ο Αριστοτέλης απoκατέστησε
το κύρος της Μετεωρολογίας καθιστώντας αυτή κλάδο γνώσεως
ανεξάρτητο της Αστρονομίας και γράφοντας το πρώτο παγκοσμίως
εγχειρίδιο Μετεωρολογίας που ευτυχώς διασώθηκε και είναι τα
μετεωρολογικά. Στο σύγγραμμά του αυτό, ο Αριστοτέλης
περιλαμβάνει όλες τις υπάρχουσες κατά την εποχή του γνώσεις,
τις οποίες αφού έλεγξε και συμπλήρωσε με δικές του
παρατηρήσεις και θεωρίες καθώς και με παρατηρήσεις των μαθητών
του, τις κατέταξε σε ένα σύστημα. Αυτή η εργασία, μέχρι και
τον 17ο μ.Χ. αιώνα, αποτελούσε το μοναδικό παγκοσμίως
μετεωρολογικό εγχειρίδιο. Για τον λόγο αυτό, ο Αριστοτέλης
ονομάστηκε ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΑΣ.
Οι αρχαίοι Έλληνες, σαν ναυτικός λαός, μελέτησαν τους ανέμους
περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μετεωρολογικό στοιχείο ή
φαινόμενο. Κατέταξαν τους ανέμους σε γενικούς και τοπικούς
μελέτησαν τους Ετησίας (μελτέμια) την θαλάσσια και απόγειο
αύρα, τις αύρες των ορέων και των κοιλάδων και γενικά
προσέφεραν τέτοια πληθώρα γνώσεων επί του στοιχείου του
ανέμου, ώστε οι σημερινοί μελετητές χρησιμοποιούν επωφελώς τα
συμπεράσματα και τις παρατηρήσεις τους.
Ο Ιπποκράτης κατέληξε στην αρχή ότι τα μετεωρολογικά φαινόμενα
επαναλαμβάνονται, αφού τα παρακολούθησε συστηματικά κατά τη
διάρκεια του έτους κι έγινε έτσι ο πατέρας της κλιματολογίας
της επιστήμης, δηλαδή, που ασχολείται με την ιστορία του
κλίματος.
Μέχρι την εφεύρεση του θερμομέτρου (1503) και του βαρομέτρου
(1643) καμία σημαντική πρόοδος δεν είχε γίνει στην επιστήμη
της μετεωρολογίας. Η χρήση των οργάνων αυτών ήταν σταθμός
γιατί για πρώτη φορά τα μετεωρολογικά στοιχεία εκφράστηκαν με
αριθμητικά μεγέθη. Χρειάστηκε όμως να συμβεί ένα τυχαίο
γεγονός για να μπουν οι βάσεις της Μετεωρολογικής επιστήμης.
Το 1854 (14 Νοεμβρίου) ο ενωμένος αγγλογαλλικός στόλος, που
πολεμούσε τους Ρώσους στον Κριμαϊκό πόλεμο, έπαθε μεγάλες
ζημιές από μια ξαφνική καταιγίδα. Ο Γάλλος υπουργός Βεγιάν
ρώτησε τότε το μεγαλοφυή διευθυντή του Αστεροσκοπείου του
Παρισιού Λεβεριέ αν υπήρχε τρόπος να προβλεφτεί μια τέτοια
καταιγίδα. Ο Λεβεριέ, μελετώντας τις παρατηρήσεις εκατοντάδων
παρατηρητών, πρόσεξε ότι η κακοκαιρία είχε ακολουθήσει μια
πορεία πριν φτάσει στον Εύξεινο Πόντο και συμπέρανε ότι η
πρόβλεψη του καιρού είναι πρόβλημα ύπαρξης ενός δικτύου
σταθμών-παρατηρητών, που θα προσφέρει όσο γίνεται περισσότερες
πληροφορίες. Η αντίληψη αυτή ισχύει και σήμερα, άλλο αν
άλλαξαν τελείως τα επιστημονικά όργανα και το προσωπικό των
σταθμών αποτελείται από απόλυτα εξειδικευμένους επιστήμονες.
Ακολούθησε και η εφεύρεση άλλων οργάνων όπως των βροχόμετρων,
των υγρόμετρων και των ανεμόμετρων. Επίσης οι καιρικές
παρατηρήσεις που κατέγραφαν οι καπετάνιοι των ιστιοφόρων
πλοίων που άρχισαν πλέον μεγαλύτερα ταξίδια, έδωσαν ώθηση για
διάφορες έρευνες τον 17ο, 18ο και 19ο αιώνα.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα είχε γίνει κατανοητό ότι ο καιρός
στα μέσα γεωγραφικά πλάτη ήταν οργανωμένος σε συστήματα με
οριζόντιες κλίμακες της τάξης των 1000 χλμ ή μεγαλύτερες.
Δεδομένης της ταχύτητας και της ανάπτυξής τους, η ανάλυση
αυτών των συστημάτων μπορούσε να είναι μόνο ανασκοπική, αφού
οι μετεωρολογικές πληροφορίες δεν διασπείρονταν αρκετά
γρήγορα. Η εφεύρεση του ηλεκτρικού τηλέγραφου από τον
MORSE το 1844 άλλαξε αυτή την
κατάσταση. Το 1863 ιδρύθηκε στη Γαλλία ένα δίκτυο
μετεωρολογικών σταθμών συνδεδεμένων μέσω τηλεγράφων με ένα
κέντρο ανάλυσης και πρόγνωσης καιρού. Γρήγορα ακολούθησαν η
Βρετανία και άλλες τεχνολογικά αναπτυγμένες χώρες. Κατά αυτόν
τον τρόπο ξεκίνησε το δίκτυο που σήμερα καλύπτει τις
ηπειρωτικές και νησιωτικές περιοχές της γης, μολονότι πολύ
ανομοιόμορφα κατανεμημένο (με αυξανόμενη κάλυψη στις πλούσιες
χώρες). Αυτό το δίκτυο είναι επισήμως οργανωμένο από τον
Παγκόσμιο Μετεωρολογικό Οργανισμό. |